- ωκηεις
- ὠκήεις-ήεσσα -ῆεν [ὠκύς] быстрый
(τέρετρα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέρετρα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ωκήεις — εσσα, εν, Α (ποιητ. τ.) ὠκύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς, οξύς» + κατάλ. ήεις (πρβλ. θαρσ ήεις)] … Dictionary of Greek
ὠκήεντα — ὠκήεις neut nom/voc/acc pl ὠκήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκήεντος — ὠκήεις masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)